γαλήνεμα

γαλήνεμα
το [γαληνεύω]
1. η κατάσταση τής θάλασσας όταν γαληνεύει, όταν ηρεμεί και πάλι μετά τη θαλασσοταραχή
2. καταπράυνση, καθησύχαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γαλήνεμα — το ηρεμία, κάλμα, καθησύχαση: Το γαλήνεμα της θάλασσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλήνευση — και γαλήνεψη, η το γαλήνεμα …   Dictionary of Greek

  • γαλήνισμα — το [γαληνίζω] το γαλήνεμα …   Dictionary of Greek

  • γαλήνιωση — η (Α γαληνίωσις) το γαλήνεμα …   Dictionary of Greek

  • γαληνεμός — ο το γαλήνεμα …   Dictionary of Greek

  • καταλάγιασμα — το [καταλαγιάζω] η καταπράυνση, το γαλήνεμα …   Dictionary of Greek

  • γαλήνεψη — η το γαλήνεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηρέμηση — η 1. αποκατάσταση της ηρεμίας. 2. γαλήνεμα, καθησύχαση: Ηρέμηση των παθών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαϊνάρισμα — το (λ. ιταλ.) 1. (ναυτ.), το χαλάρωμα, το λασκάρισμα, το κατέβασμα: Το μαϊνάρισμα των πανιών έγινε από τους ναύτες. 2. το γαλήνεμα, ο κατευνασμός, το καλμάρισμα: Το μαϊνάρισμα της θάλασσας κράτησε μόνο για λίγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”